Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κεραμέως πλοῦτος

См. также в других словарях:

  • κεραμέας — ο (ΑΜ κεραμεύς, έως) [κέραμος] αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός αρχ. 1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῑς και (αττ. τ.) Κεραμῆς ονομασία δήμου τής Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»