-
1 κεραμεύς
A potter,ὡς ὅτε τις τροχὸν.. κεραμεὺς πειρήσεται Il.18.601
, cf. Hom.Epigr.14.1, etc.; οἱ κ., a guild at Thyatira, IGRom.4.1205: prov.,καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει Hes.Op.25
, cf. Arist.Rh. 1381b16, EN 1155a35; κεραμέως πλοῦτος and κεραμεὺς ἅνθρωπος, prov., of anything frail and uncertain, Diogenian.5.97, 98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεύς
См. также в других словарях:
κεραμέας — ο (ΑΜ κεραμεύς, έως) [κέραμος] αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός αρχ. 1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῑς και (αττ. τ.) Κεραμῆς ονομασία δήμου τής Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων» … Dictionary of Greek